- σταύρωμα
- το1. κάρφωμα σε σταυρό.2. μαγική ιεροτελεστία για τη θεραπεία κάποιου: Το παιδί το μάτιασαν και θέλει σταύρωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σταύρωμα — palisade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταύρωμα — το, ΝΜΑ [σταυρῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ο σχηματισμός τού σημείου τού σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα 2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση 3. η πρώτη σχηματοποίηση τού εμβρύου τών πτηνών στα αβγά 4. τεχνολ. η αλλαγή τής θέσης τών ελαστικών στα … Dictionary of Greek
σταυρωμάτων — σταύρωμα palisade neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρώμασι — σταύρωμα palisade neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρώματα — σταύρωμα palisade neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρώματι — σταύρωμα palisade neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρώματος — σταύρωμα palisade neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
απευχή — Όρος της λαογραφίας. Ευχή να μη γίνει κάτι. Λέγεται συνήθως μετά από μια κατάρα ή όταν κάποιος αναφέρει κάτι κακό (θάνατο, αρρώστια κλπ.). Σκοπός της είναι να αποτρέψει ή να στρέψει αλλού το κακό και συνοδεύεται πολλές φορές και από διάφορα… … Dictionary of Greek
διασπώ — (AM διασπῶ, άω) διαχωρίζω βίαια, χωρίζω στα δύο ή σε περισσότερα κομμάτια νεοελλ. 1. προκαλώ ρήγμα σε μέτωπο, παράταξη, ομάδα κ.λπ. («διέσπασαν το μέτωπο», «διασπάστηκε το κόμμα» κ.λπ.) 2. «διασπάται η προσοχή» δεν μπορεί κάποιος να συγκεντρώσει… … Dictionary of Greek